Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατατιλάω
κατατιτρώσκω
κατατοκίζω
κατατομή
κατατοξεύω
κατατραυματίζω
κατατρέχω
κατατρίβω
κατατρίζω
κατατρύζω
κατατρύχω
κατατρύω
κατατρώγω
κατατυγχάνω
καταυγάζω
καταυγασμός
καταυδάω
καταυλέω
καταυλίζομαι
καταυχέω
καταφαγεῖν
View word page
κατατρύχω
κατατρύχω fut. ξω to wear out, exhaust, Hom., Theocr.:—Pass., κατατρυχόμενοι Eur.
ShortDef
to wear out, exhaust
Debugging
Headword:
κατατρύχω
Headword (normalized):
κατατρύχω
Headword (normalized/stripped):
κατατρυχω
IDX:
17339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17355
Key:
katatru/xw
Data
{'content': 'κατατρύχω\n fut. ξω\n to wear out, exhaust, Hom., Theocr.:—Pass., κατατρυχόμενοι Eur.', 'key': 'katatru/xw'}