Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατατήκω
κατατίθημι
κατατιλάω
κατατιτρώσκω
κατατοκίζω
κατατομή
κατατοξεύω
κατατραυματίζω
κατατρέχω
κατατρίβω
κατατρίζω
κατατρύζω
κατατρύχω
κατατρύω
κατατρώγω
κατατυγχάνω
καταυγάζω
καταυγασμός
καταυδάω
καταυλέω
καταυλίζομαι
View word page
κατατρίζω
κατατρίζω to squeak or scream loudly, Batr.

ShortDef

to squeak

Debugging

Headword:
κατατρίζω
Headword (normalized):
κατατρίζω
Headword (normalized/stripped):
κατατριζω
IDX:
17337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17353
Key:
katatri/zw

Data

{'content': 'κατατρίζω\n to squeak or scream loudly, Batr.', 'key': 'katatri/zw'}