Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατατανύω
κατατάσσω
κατατείνω
κατατέμνω
κατατήκω
κατατίθημι
κατατιλάω
κατατιτρώσκω
κατατοκίζω
κατατομή
κατατοξεύω
κατατραυματίζω
κατατρέχω
κατατρίβω
κατατρίζω
κατατρύζω
κατατρύχω
κατατρύω
κατατρώγω
κατατυγχάνω
καταυγάζω
View word page
κατατοξεύω
κατατοξεύω fut. σω to strike down with arrows, shoot dead, Hdt., Thuc., etc.

ShortDef

to strike down with arrows, shoot dead

Debugging

Headword:
κατατοξεύω
Headword (normalized):
κατατοξεύω
Headword (normalized/stripped):
κατατοξευω
IDX:
17333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17349
Key:
katatoceu/w

Data

{'content': 'κατατοξεύω\n fut. σω\n to strike down with arrows, shoot dead, Hdt., Thuc., etc.', 'key': 'katatoceu/w'}