Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατασχολάζω
κατασώχω
κατατανύω
κατατάσσω
κατατείνω
κατατέμνω
κατατήκω
κατατίθημι
κατατιλάω
κατατιτρώσκω
κατατοκίζω
κατατομή
κατατοξεύω
κατατραυματίζω
κατατρέχω
κατατρίβω
κατατρίζω
κατατρύζω
κατατρύχω
κατατρύω
κατατρώγω
View word page
κατατοκίζω
κατατοκίζω to beggar by usurious interest:—Pass. to be thus beggared, Arist.

ShortDef

to beggar by usurious interest

Debugging

Headword:
κατατοκίζω
Headword (normalized):
κατατοκίζω
Headword (normalized/stripped):
κατατοκιζω
IDX:
17331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17347
Key:
katatoki/zw

Data

{'content': 'κατατοκίζω\n to beggar by usurious interest:—Pass. to be thus beggared, Arist.', 'key': 'katatoki/zw'}