Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατασχίζω
κατασχολάζω
κατασώχω
κατατανύω
κατατάσσω
κατατείνω
κατατέμνω
κατατήκω
κατατίθημι
κατατιλάω
κατατιτρώσκω
κατατοκίζω
κατατομή
κατατοξεύω
κατατραυματίζω
κατατρέχω
κατατρίβω
κατατρίζω
κατατρύζω
κατατρύχω
κατατρύω
View word page
κατατιτρώσκω
κατατιτρώσκω fut. -τρώσω to wound severely, Xen.
ShortDef
to wound severely
Debugging
Headword:
κατατιτρώσκω
Headword (normalized):
κατατιτρώσκω
Headword (normalized/stripped):
κατατιτρωσκω
IDX:
17330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17346
Key:
katatitrw/skw
Data
{'content': 'κατατιτρώσκω\n fut. -τρώσω\n to wound severely, Xen.', 'key': 'katatitrw/skw'}