Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατασχηματίζω
κατασχίζω
κατασχολάζω
κατασώχω
κατατανύω
κατατάσσω
κατατείνω
κατατέμνω
κατατήκω
κατατίθημι
κατατιλάω
κατατιτρώσκω
κατατοκίζω
κατατομή
κατατοξεύω
κατατραυματίζω
κατατρέχω
κατατρίβω
κατατρίζω
κατατρύζω
κατατρύχω
View word page
κατατιλάω
κατατιλάω fut. ήσω to make dirt over, c. gen., Ar.
ShortDef
to make dirt over
Debugging
Headword:
κατατιλάω
Headword (normalized):
κατατιλάω
Headword (normalized/stripped):
κατατιλαω
IDX:
17329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17345
Key:
katatila/w
Data
{'content': 'κατατιλάω\n fut. ήσω\n to make dirt over, c. gen., Ar.', 'key': 'katatila/w'}