Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμελετησία
ἀμελέτητος
ἀμελέω
ἀμελής
ἀμελητέος
ἀμέλητος
ἀμέλλητος
ἄμεμπτος
ἀμεμφία
ἀμενηνός
ἀμενηνόω
ἀμέργω
ἀμέρδω
ἀμερής
ἀμέριμνος
ἀμετακίνητος
ἀμεταμέλητος
ἀμετανόητος
ἀμετάστατος
ἀμεταστρεπτί
ἀμετάστρεπτος
View word page
ἀμενηνόω
ἀμενηνόω from ἀμενηνός to deaden the force of a thing, Il.
ShortDef
to deaden the force
Debugging
Headword:
ἀμενηνόω
Headword (normalized):
ἀμενηνόω
Headword (normalized/stripped):
αμενηνοω
IDX:
1734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1734
Key:
a)menhno/w
Data
{'content': 'ἀμενηνόω\n from ἀμενηνός\n to deaden the force of a thing, Il.', 'key': 'a)menhno/w'}