Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταστύφελος
καταστύφω
καταστωμύλλομαι
κατασύρω
κατασφάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχίζω
κατασχολάζω
κατασώχω
κατατανύω
κατατάσσω
κατατείνω
κατατέμνω
κατατήκω
κατατίθημι
κατατιλάω
κατατιτρώσκω
κατατοκίζω
κατατομή
View word page
κατασώχω
κατασώχω to rub in pieces, grind down, Hdt.
ShortDef
to rub in pieces, grind down
Debugging
Headword:
κατασώχω
Headword (normalized):
κατασώχω
Headword (normalized/stripped):
κατασωχω
IDX:
17322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17338
Key:
katasw/xw
Data
{'content': 'κατασώχω\n to rub in pieces, grind down, Hdt.', 'key': 'katasw/xw'}