Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταστυγέω
καταστύφελος
καταστύφω
καταστωμύλλομαι
κατασύρω
κατασφάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχίζω
κατασχολάζω
κατασώχω
κατατανύω
κατατάσσω
κατατείνω
κατατέμνω
κατατήκω
κατατίθημι
κατατιλάω
κατατιτρώσκω
κατατοκίζω
View word page
κατασχολάζω
κατασχολάζω fut. σω to pass the time in idleness, χρόνου τι κ. to tarry somewhat too long, Soph.
ShortDef
to pass the time in idleness
Debugging
Headword:
κατασχολάζω
Headword (normalized):
κατασχολάζω
Headword (normalized/stripped):
κατασχολαζω
IDX:
17321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17337
Key:
katasxola/zw
Data
{'content': 'κατασχολάζω\n fut. σω\n to pass the time in idleness, χρόνου τι κ. to tarry somewhat too long, Soph.', 'key': 'katasxola/zw'}