Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταστρώννυμι
καταστυγέω
καταστύφελος
καταστύφω
καταστωμύλλομαι
κατασύρω
κατασφάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχίζω
κατασχολάζω
κατασώχω
κατατανύω
κατατάσσω
κατατείνω
κατατέμνω
κατατήκω
κατατίθημι
κατατιλάω
κατατιτρώσκω
View word page
κατασχίζω
κατασχίζω fut. -σχίσω to cleave asunder, split up, Ar.; Mid., κατεσχίσω τὸ ῥάκος Ar.; κατασχ. τὰς πύλας to burst them open, Xen.

ShortDef

to cleave asunder, split up

Debugging

Headword:
κατασχίζω
Headword (normalized):
κατασχίζω
Headword (normalized/stripped):
κατασχιζω
IDX:
17320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17336
Key:
katasxi/zw

Data

{'content': 'κατασχίζω\n fut. -σχίσω\n to cleave asunder, split up, Ar.; Mid., κατεσχίσω τὸ ῥάκος Ar.; κατασχ. τὰς πύλας to burst them open, Xen.', 'key': 'katasxi/zw'}