Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταστράπτω
καταστρατοπεδεύω
καταστρέφω
καταστρηνιάω
καταστροφή
κατάστρωμα
καταστρώννυμι
καταστυγέω
καταστύφελος
καταστύφω
καταστωμύλλομαι
κατασύρω
κατασφάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχίζω
κατασχολάζω
κατασώχω
κατατανύω
κατατάσσω
View word page
καταστωμύλλομαι
καταστωμύλλομαι Dep. to chatter: perf. part. κατεστωμυλμένος a chattering fellow, Ar.
ShortDef
to chatter
Debugging
Headword:
καταστωμύλλομαι
Headword (normalized):
καταστωμύλλομαι
Headword (normalized/stripped):
καταστωμυλλομαι
IDX:
17314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17330
Key:
katastwmu/llomai
Data
{'content': 'καταστωμύλλομαι\n Dep. to chatter: perf. part. κατεστωμυλμένος a chattering fellow, Ar.', 'key': 'katastwmu/llomai'}