Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταστοναχέω
καταστράπτω
καταστρατοπεδεύω
καταστρέφω
καταστρηνιάω
καταστροφή
κατάστρωμα
καταστρώννυμι
καταστυγέω
καταστύφελος
καταστύφω
καταστωμύλλομαι
κατασύρω
κατασφάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχίζω
κατασχολάζω
κατασώχω
κατατανύω
View word page
καταστύφω
καταστύφω to make sour: Pass., perf. part., τὸ κατεστυμμένον sourness, harshness, Plut.
ShortDef
to make sour
Debugging
Headword:
καταστύφω
Headword (normalized):
καταστύφω
Headword (normalized/stripped):
καταστυφω
IDX:
17313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17329
Key:
katastu/fw
Data
{'content': 'καταστύφω\n to make sour: Pass., perf. part., τὸ κατεστυμμένον sourness, harshness, Plut.', 'key': 'katastu/fw'}