Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταστίλβω
καταστοναχέω
καταστράπτω
καταστρατοπεδεύω
καταστρέφω
καταστρηνιάω
καταστροφή
κατάστρωμα
καταστρώννυμι
καταστυγέω
καταστύφελος
καταστύφω
καταστωμύλλομαι
κατασύρω
κατασφάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχίζω
κατασχολάζω
κατασώχω
View word page
καταστύφελος
καταστύφελος κατα-στύφελος (ῠ), ον very hard or rugged, Hes.

ShortDef

very hard

Debugging

Headword:
καταστύφελος
Headword (normalized):
καταστύφελος
Headword (normalized/stripped):
καταστυφελος
IDX:
17312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17328
Key:
katastu/felos

Data

{'content': 'καταστύφελος\n κατα-στύφελος (ῠ), ον\n very hard or rugged, Hes.', 'key': 'katastu/felos'}