Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατάστικτος
καταστιλβόομαι
καταστίλβω
καταστοναχέω
καταστράπτω
καταστρατοπεδεύω
καταστρέφω
καταστρηνιάω
καταστροφή
κατάστρωμα
καταστρώννυμι
καταστυγέω
καταστύφελος
καταστύφω
καταστωμύλλομαι
κατασύρω
κατασφάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχίζω
View word page
καταστρώννυμι
καταστρώννυμι and -ύω fut. -στρώσω aor1 pass. -εστρώθην to lay low, Eur., Xen.:—Pass., κατέστρωντο οἱ βάρβαροι Hdt. καταστορέννυμι part. fem. καστορνῦσα part. fem. καστορνῦσα as if from καταστόρνυμι fut. -στορέσω to over-spread or cover with a thing, τί τινι Il. to spread upon, Od. to throw down, lay low, Hdt.; καταστ. κύματα, Lat. sternere aequor, Anth.

ShortDef

to lay low

Debugging

Headword:
καταστρώννυμι
Headword (normalized):
καταστρώννυμι
Headword (normalized/stripped):
καταστρωννυμι
IDX:
17310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17326
Key:
katastrw/nnumi

Data

{'content': 'καταστρώννυμι\n and -ύω\n fut. -στρώσω\n aor1 pass. -εστρώθην\n to lay low, Eur., Xen.:—Pass., κατέστρωντο οἱ βάρβαροι Hdt.\n καταστορέννυμι\n part. fem. καστορνῦσα\n part. fem. καστορνῦσα as if from καταστόρνυμι\n fut. -στορέσω\n to over-spread or cover with a thing, τί τινι Il.\n to spread upon, Od.\n to throw down, lay low, Hdt.; καταστ. κύματα, Lat. sternere aequor, Anth.', 'key': 'katastrw/nnumi'}