καταστρώννυμι
καταστρώννυμι
and -ύω
fut. -στρώσω
aor1 pass. -εστρώθην
to lay low, Eur., Xen.:—Pass., κατέστρωντο οἱ βάρβαροι Hdt.
καταστορέννυμι
part. fem. καστορνῦσα
part. fem. καστορνῦσα as if from καταστόρνυμι
fut. -στορέσω
to over-spread or cover with a thing, τί τινι Il.
to spread upon, Od.
to throw down, lay low, Hdt.; καταστ. κύματα, Lat. sternere aequor, Anth.