Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταστεφής
καταστέφω
κατάστημα
καταστηματικός
καταστίζω
κατάστικτος
καταστιλβόομαι
καταστίλβω
καταστοναχέω
καταστράπτω
καταστρατοπεδεύω
καταστρέφω
καταστρηνιάω
καταστροφή
κατάστρωμα
καταστρώννυμι
καταστυγέω
καταστύφελος
καταστύφω
καταστωμύλλομαι
κατασύρω
View word page
καταστρατοπεδεύω
καταστρατοπεδεύω fut. σω to put into cantonments, encamp, Xen.: to station a fleet, Xen. Mid. to take up quarters, encamp, Xen.

ShortDef

to put into cantonments, encamp

Debugging

Headword:
καταστρατοπεδεύω
Headword (normalized):
καταστρατοπεδεύω
Headword (normalized/stripped):
καταστρατοπεδευω
IDX:
17305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17321
Key:
katastratopedeu/w

Data

{'content': 'καταστρατοπεδεύω\n fut. σω\n to put into cantonments, encamp, Xen.: to station a fleet, Xen.\n Mid. to take up quarters, encamp, Xen.', 'key': 'katastratopedeu/w'}