Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταστένω
καταστεφανόω
καταστεφής
καταστέφω
κατάστημα
καταστηματικός
καταστίζω
κατάστικτος
καταστιλβόομαι
καταστίλβω
καταστοναχέω
καταστράπτω
καταστρατοπεδεύω
καταστρέφω
καταστρηνιάω
καταστροφή
κατάστρωμα
καταστρώννυμι
καταστυγέω
καταστύφελος
καταστύφω
View word page
καταστοναχέω
καταστοναχέω fut. ήσω to bewail, Anth.
ShortDef
to bewail
Debugging
Headword:
καταστοναχέω
Headword (normalized):
καταστοναχέω
Headword (normalized/stripped):
καταστοναχεω
IDX:
17303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17319
Key:
katastonaxe/w
Data
{'content': 'καταστοναχέω\n fut. ήσω\n to bewail, Anth.', 'key': 'katastonaxe/w'}