Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταστέλλω
καταστένω
καταστεφανόω
καταστεφής
καταστέφω
κατάστημα
καταστηματικός
καταστίζω
κατάστικτος
καταστιλβόομαι
καταστίλβω
καταστοναχέω
καταστράπτω
καταστρατοπεδεύω
καταστρέφω
καταστρηνιάω
καταστροφή
κατάστρωμα
καταστρώννυμι
καταστυγέω
καταστύφελος
View word page
καταστίλβω
καταστίλβω fut. ψω to send beaming forth, σέλας Hhymn. intr. to beam brightly, Anth.
ShortDef
to send beaming forth
Debugging
Headword:
καταστίλβω
Headword (normalized):
καταστίλβω
Headword (normalized/stripped):
καταστιλβω
IDX:
17302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17318
Key:
katasti/lbw
Data
{'content': 'καταστίλβω\n fut. ψω\n to send beaming forth, σέλας Hhymn.\n intr. to beam brightly, Anth.', 'key': 'katasti/lbw'}