Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταστείχω
καταστέλλω
καταστένω
καταστεφανόω
καταστεφής
καταστέφω
κατάστημα
καταστηματικός
καταστίζω
κατάστικτος
καταστιλβόομαι
καταστίλβω
καταστοναχέω
καταστράπτω
καταστρατοπεδεύω
καταστρέφω
καταστρηνιάω
καταστροφή
κατάστρωμα
καταστρώννυμι
καταστυγέω
View word page
καταστιλβόομαι
καταστιλβόομαι Pass. to be brilliant, Greg.
ShortDef
to be brilliant
Debugging
Headword:
καταστιλβόομαι
Headword (normalized):
καταστιλβόομαι
Headword (normalized/stripped):
καταστιλβοομαι
IDX:
17301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17317
Key:
katastilbo/omai
Data
{'content': 'καταστιλβόομαι\n Pass. to be brilliant, Greg.', 'key': 'katastilbo/omai'}