Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταστείβω
καταστείχω
καταστέλλω
καταστένω
καταστεφανόω
καταστεφής
καταστέφω
κατάστημα
καταστηματικός
καταστίζω
κατάστικτος
καταστιλβόομαι
καταστίλβω
καταστοναχέω
καταστράπτω
καταστρατοπεδεύω
καταστρέφω
καταστρηνιάω
καταστροφή
κατάστρωμα
καταστρώννυμι
View word page
κατάστικτος
κατάστικτος from καταστίζω spotted, speckled, brindled, Eur.
ShortDef
spotted, speckled, brindled
Debugging
Headword:
κατάστικτος
Headword (normalized):
κατάστικτος
Headword (normalized/stripped):
καταστικτος
IDX:
17300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17316
Key:
kata/stiktos
Data
{'content': 'κατάστικτος\n from καταστίζω\n spotted, speckled, brindled, Eur.', 'key': 'kata/stiktos'}