Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατάστεγος
καταστείβω
καταστείχω
καταστέλλω
καταστένω
καταστεφανόω
καταστεφής
καταστέφω
κατάστημα
καταστηματικός
καταστίζω
κατάστικτος
καταστιλβόομαι
καταστίλβω
καταστοναχέω
καταστράπτω
καταστρατοπεδεύω
καταστρέφω
καταστρηνιάω
καταστροφή
κατάστρωμα
View word page
καταστίζω
καταστίζω fut. ξω to cover with punctures.

ShortDef

to cover with punctures

Debugging

Headword:
καταστίζω
Headword (normalized):
καταστίζω
Headword (normalized/stripped):
καταστιζω
IDX:
17299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17315
Key:
katasti/zw

Data

{'content': 'καταστίζω\n fut. ξω\n to cover with punctures.', 'key': 'katasti/zw'}