Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταστέγασμα
κατάστεγος
καταστείβω
καταστείχω
καταστέλλω
καταστένω
καταστεφανόω
καταστεφής
καταστέφω
κατάστημα
καταστηματικός
καταστίζω
κατάστικτος
καταστιλβόομαι
καταστίλβω
καταστοναχέω
καταστράπτω
καταστρατοπεδεύω
καταστρέφω
καταστρηνιάω
καταστροφή
View word page
καταστηματικός
καταστηματικός from κατάστημα καταστηματικός, ή, όν established: sedate, Plut.

ShortDef

established: sedate

Debugging

Headword:
καταστηματικός
Headword (normalized):
καταστηματικός
Headword (normalized/stripped):
καταστηματικος
IDX:
17298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17314
Key:
katasthmatiko/s

Data

{'content': 'καταστηματικός\n from κατάστημα\n καταστηματικός, ή, όν\n established: sedate, Plut.', 'key': 'katasthmatiko/s'}