Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταστεγάζω
καταστέγασμα
κατάστεγος
καταστείβω
καταστείχω
καταστέλλω
καταστένω
καταστεφανόω
καταστεφής
καταστέφω
κατάστημα
καταστηματικός
καταστίζω
κατάστικτος
καταστιλβόομαι
καταστίλβω
καταστοναχέω
καταστράπτω
καταστρατοπεδεύω
καταστρέφω
καταστρηνιάω
View word page
κατάστημα
κατάστημα κατάστημα, ατος, τό, καθίσταμαι a condition or state of helath, Plut.
ShortDef
a condition
Debugging
Headword:
κατάστημα
Headword (normalized):
κατάστημα
Headword (normalized/stripped):
καταστημα
IDX:
17297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17313
Key:
kata/sthma
Data
{'content': 'κατάστημα\n κατάστημα, ατος, τό,\n καθίσταμαι\n a condition or state of helath, Plut.', 'key': 'kata/sthma'}