Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταστατικός
καταστεγάζω
καταστέγασμα
κατάστεγος
καταστείβω
καταστείχω
καταστέλλω
καταστένω
καταστεφανόω
καταστεφής
καταστέφω
κατάστημα
καταστηματικός
καταστίζω
κατάστικτος
καταστιλβόομαι
καταστίλβω
καταστοναχέω
καταστράπτω
καταστρατοπεδεύω
καταστρέφω
View word page
καταστέφω
καταστέφω fut. ψω to deck with garlands, crown, wreath, Eur.; κ. νεκρόν (with libations), Eur.; κ. τινά to supplicate him, Eur.:—Pass., perf. inf., κατεστέφθαι Aeschin.

ShortDef

to deck with garlands, crown, wreath

Debugging

Headword:
καταστέφω
Headword (normalized):
καταστέφω
Headword (normalized/stripped):
καταστεφω
IDX:
17296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17312
Key:
kataste/fw

Data

{'content': 'καταστέφω\n fut. ψω\n to deck with garlands, crown, wreath, Eur.; κ. νεκρόν (with libations), Eur.; κ. τινά to supplicate him, Eur.:—Pass., perf. inf., κατεστέφθαι Aeschin.', 'key': 'kataste/fw'}