Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταστάτης
καταστατικός
καταστεγάζω
καταστέγασμα
κατάστεγος
καταστείβω
καταστείχω
καταστέλλω
καταστένω
καταστεφανόω
καταστεφής
καταστέφω
κατάστημα
καταστηματικός
καταστίζω
κατάστικτος
καταστιλβόομαι
καταστίλβω
καταστοναχέω
καταστράπτω
καταστρατοπεδεύω
View word page
καταστεφής
καταστεφής κατστεφής, ές crowned, Soph.; of suppliant branches, wreathed with wool, Eur. from καταστέφω

ShortDef

crowned

Debugging

Headword:
καταστεφής
Headword (normalized):
καταστεφής
Headword (normalized/stripped):
καταστεφης
IDX:
17295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17311
Key:
katastefh/s

Data

{'content': 'καταστεφής\n κατστεφής, ές\n crowned, Soph.; of suppliant branches, wreathed with wool, Eur.\n from καταστέφω', 'key': 'katastefh/s'}