Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταστατέος
καταστάτης
καταστατικός
καταστεγάζω
καταστέγασμα
κατάστεγος
καταστείβω
καταστείχω
καταστέλλω
καταστένω
καταστεφανόω
καταστεφής
καταστέφω
κατάστημα
καταστηματικός
καταστίζω
κατάστικτος
καταστιλβόομαι
καταστίλβω
καταστοναχέω
καταστράπτω
View word page
καταστεφανόω
καταστεφανόω fut. ώσω to crown, Anth.

ShortDef

to crown

Debugging

Headword:
καταστεφανόω
Headword (normalized):
καταστεφανόω
Headword (normalized/stripped):
καταστεφανοω
IDX:
17294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17310
Key:
katastefano/w

Data

{'content': 'καταστεφανόω\n fut. ώσω\n to crown, Anth.', 'key': 'katastefano/w'}