Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατάστασις
καταστατέος
καταστάτης
καταστατικός
καταστεγάζω
καταστέγασμα
κατάστεγος
καταστείβω
καταστείχω
καταστέλλω
καταστένω
καταστεφανόω
καταστεφής
καταστέφω
κατάστημα
καταστηματικός
καταστίζω
κατάστικτος
καταστιλβόομαι
καταστίλβω
καταστοναχέω
View word page
καταστένω
καταστένω to sigh over or lament, τινά Soph., Eur.; ὑπέρ τινος Eur.
ShortDef
to sigh over
Debugging
Headword:
καταστένω
Headword (normalized):
καταστένω
Headword (normalized/stripped):
καταστενω
IDX:
17293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17309
Key:
kataste/nw
Data
{'content': 'καταστένω\n to sigh over or lament, τινά Soph., Eur.; ὑπέρ τινος Eur.', 'key': 'kataste/nw'}