Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταστασιάζω
κατάστασις
καταστατέος
καταστάτης
καταστατικός
καταστεγάζω
καταστέγασμα
κατάστεγος
καταστείβω
καταστείχω
καταστέλλω
καταστένω
καταστεφανόω
καταστεφής
καταστέφω
κατάστημα
καταστηματικός
καταστίζω
κατάστικτος
καταστιλβόομαι
καταστίλβω
View word page
καταστέλλω
καταστέλλω fut. -στελῶ to put in order, arrange, Eur. to keep down, repress, check, Eur., NTest.
ShortDef
to put in order, arrange
Debugging
Headword:
καταστέλλω
Headword (normalized):
καταστέλλω
Headword (normalized/stripped):
καταστελλω
IDX:
17292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17308
Key:
kataste/llw
Data
{'content': 'καταστέλλω\n fut. -στελῶ\n to put in order, arrange, Eur.\n to keep down, repress, check, Eur., NTest.', 'key': 'kataste/llw'}