Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταστάζω
καταστασιάζω
κατάστασις
καταστατέος
καταστάτης
καταστατικός
καταστεγάζω
καταστέγασμα
κατάστεγος
καταστείβω
καταστείχω
καταστέλλω
καταστένω
καταστεφανόω
καταστεφής
καταστέφω
κατάστημα
καταστηματικός
καταστίζω
κατάστικτος
καταστιλβόομαι
View word page
καταστείχω
καταστείχω fut. ξω = κατέρχομαι, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταστείχω
Headword (normalized):
καταστείχω
Headword (normalized/stripped):
καταστειχω
IDX:
17291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17307
Key:
katastei/xw
Data
{'content': 'καταστείχω\n fut. ξω\n = κατέρχομαι, Anth.', 'key': 'katastei/xw'}