Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατασπουδάζομαι
καταστάζω
καταστασιάζω
κατάστασις
καταστατέος
καταστάτης
καταστατικός
καταστεγάζω
καταστέγασμα
κατάστεγος
καταστείβω
καταστείχω
καταστέλλω
καταστένω
καταστεφανόω
καταστεφής
καταστέφω
κατάστημα
καταστηματικός
καταστίζω
κατάστικτος
View word page
καταστείβω
καταστείβω fut. ψω to tread down, κ. πέδον to tread the ground, Soph.
ShortDef
to tread down
Debugging
Headword:
καταστείβω
Headword (normalized):
καταστείβω
Headword (normalized/stripped):
καταστειβω
IDX:
17290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17306
Key:
katastei/bw
Data
{'content': 'καταστείβω\n fut. ψω\n to tread down, κ. πέδον to tread the ground, Soph.', 'key': 'katastei/bw'}