Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατασποδέω
κατασπουδάζομαι
καταστάζω
καταστασιάζω
κατάστασις
καταστατέος
καταστάτης
καταστατικός
καταστεγάζω
καταστέγασμα
κατάστεγος
καταστείβω
καταστείχω
καταστέλλω
καταστένω
καταστεφανόω
καταστεφής
καταστέφω
κατάστημα
καταστηματικός
καταστίζω
View word page
κατάστεγος
κατάστεγος κατά-στεγος, ον στέγη covered in, roofed, Hdt., Plat.
ShortDef
covered in, roofed
Debugging
Headword:
κατάστεγος
Headword (normalized):
κατάστεγος
Headword (normalized/stripped):
καταστεγος
IDX:
17289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17305
Key:
kata/stegos
Data
{'content': 'κατάστεγος\n κατά-στεγος, ον\n στέγη\n covered in, roofed, Hdt., Plat.', 'key': 'kata/stegos'}