Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατασπείρω
κατάσπεισις
κατασπένδω
κατασπέρχω
κατασπεύδω
κατασποδέω
κατασπουδάζομαι
καταστάζω
καταστασιάζω
κατάστασις
καταστατέος
καταστάτης
καταστατικός
καταστεγάζω
καταστέγασμα
κατάστεγος
καταστείβω
καταστείχω
καταστέλλω
καταστένω
καταστεφανόω
View word page
καταστατέος
καταστατέος καταστᾰτέος, ον verb. adj. of καθίστημι, one must appoint, Plat., Xen.
ShortDef
one must appoint
Debugging
Headword:
καταστατέος
Headword (normalized):
καταστατέος
Headword (normalized/stripped):
καταστατεος
IDX:
17284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17300
Key:
katastate/os
Data
{'content': 'καταστατέος\n καταστᾰτέος, ον\n verb. adj. of καθίστημι,\n one must appoint, Plat., Xen.', 'key': 'katastate/os'}