Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατασμικρίζω
κατασμύχω
κατασοφίζομαι
κατασπάζομαι
κατασπαράσσω
κατασπαταλάω
κατασπάω
κατασπείρω
κατάσπεισις
κατασπένδω
κατασπέρχω
κατασπεύδω
κατασποδέω
κατασπουδάζομαι
καταστάζω
καταστασιάζω
κατάστασις
καταστατέος
καταστάτης
καταστατικός
καταστεγάζω
View word page
κατασπέρχω
κατασπέρχω fut. ξω to urge on, Ar.;—absol., κατασπέρχον urgent, pressing, causing anxiety, Thuc.
ShortDef
to urge on
Debugging
Headword:
κατασπέρχω
Headword (normalized):
κατασπέρχω
Headword (normalized/stripped):
κατασπερχω
IDX:
17277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17293
Key:
kataspe/rxw
Data
{'content': 'κατασπέρχω\n fut. ξω\n to urge on, Ar.;—absol., κατασπέρχον urgent, pressing, causing anxiety, Thuc.', 'key': 'kataspe/rxw'}