Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατάσκοπος
κατασκώπτω
κατασμικρίζω
κατασμύχω
κατασοφίζομαι
κατασπάζομαι
κατασπαράσσω
κατασπαταλάω
κατασπάω
κατασπείρω
κατάσπεισις
κατασπένδω
κατασπέρχω
κατασπεύδω
κατασποδέω
κατασπουδάζομαι
καταστάζω
καταστασιάζω
κατάστασις
καταστατέος
καταστάτης
View word page
κατάσπεισις
κατάσπεισις κατάσπεισις, εως self-devotion, Plut. from κατασπένδω
ShortDef
self-devotion
Debugging
Headword:
κατάσπεισις
Headword (normalized):
κατάσπεισις
Headword (normalized/stripped):
κατασπεισις
IDX:
17275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17291
Key:
kata/speisis
Data
{'content': 'κατάσπεισις\n κατάσπεισις, εως\n self-devotion, Plut.\n from κατασπένδω', 'key': 'kata/speisis'}