Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμείρω
ἄμειψις
ἀμέλγω
ἀμέλεια
ἀμέλει
ἀμελετησία
ἀμελέτητος
ἀμελέω
ἀμελής
ἀμελητέος
ἀμέλητος
ἀμέλλητος
ἄμεμπτος
ἀμεμφία
ἀμενηνός
ἀμενηνόω
ἀμέργω
ἀμέρδω
ἀμερής
ἀμέριμνος
ἀμετακίνητος
View word page
ἀμέλητος
ἀμέλητος ἀμελέω not to be cared for, Theogn.

ShortDef

not to be cared for

Debugging

Headword:
ἀμέλητος
Headword (normalized):
ἀμέλητος
Headword (normalized/stripped):
αμελητος
IDX:
1729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1729
Key:
a)me/lhtos

Data

{'content': 'ἀμέλητος\n ἀμελέω\n not to be cared for, Theogn.', 'key': 'a)me/lhtos'}