Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατάσκιος
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατάσκοπος
κατασκώπτω
κατασμικρίζω
κατασμύχω
κατασοφίζομαι
κατασπάζομαι
κατασπαράσσω
κατασπαταλάω
κατασπάω
κατασπείρω
κατάσπεισις
κατασπένδω
κατασπέρχω
κατασπεύδω
κατασποδέω
κατασπουδάζομαι
καταστάζω
καταστασιάζω
View word page
κατασπαταλάω
κατασπαταλάω to live wantonly, to wanton, Anth.
ShortDef
to live wantonly, to wanton
Debugging
Headword:
κατασπαταλάω
Headword (normalized):
κατασπαταλάω
Headword (normalized/stripped):
κατασπαταλαω
IDX:
17272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17288
Key:
kataspatala/w
Data
{'content': 'κατασπαταλάω\n to live wantonly, to wanton, Anth.', 'key': 'kataspatala/w'}