Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατασκιάζω
κατάσκιος
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατάσκοπος
κατασκώπτω
κατασμικρίζω
κατασμύχω
κατασοφίζομαι
κατασπάζομαι
κατασπαράσσω
κατασπαταλάω
κατασπάω
κατασπείρω
κατάσπεισις
κατασπένδω
κατασπέρχω
κατασπεύδω
κατασποδέω
κατασπουδάζομαι
καταστάζω
View word page
κατασπαράσσω
κατασπαράσσω Attic -ττω fut. ξω to tear down, pull to pieces, Ar.

ShortDef

to tear down, pull to pieces

Debugging

Headword:
κατασπαράσσω
Headword (normalized):
κατασπαράσσω
Headword (normalized/stripped):
κατασπαρασσω
IDX:
17271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17287
Key:
kataspara/ssw

Data

{'content': 'κατασπαράσσω\n Attic -ττω\n fut. ξω\n to tear down, pull to pieces, Ar.', 'key': 'kataspara/ssw'}