Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατασκιάζω
κατάσκιος
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατάσκοπος
κατασκώπτω
κατασμικρίζω
κατασμύχω
κατασοφίζομαι
κατασπάζομαι
κατασπαράσσω
κατασπαταλάω
κατασπάω
κατασπείρω
κατάσπεισις
κατασπένδω
κατασπέρχω
κατασπεύδω
κατασποδέω
View word page
κατασοφίζομαι
κατασοφίζομαι fut. -ίσομαι Dep. to conquer by sophisms or fallacies, to outwit, Luc.:—also as Pass. to be outwitted, Luc.

ShortDef

to conquer by sophisms

Debugging

Headword:
κατασοφίζομαι
Headword (normalized):
κατασοφίζομαι
Headword (normalized/stripped):
κατασοφιζομαι
IDX:
17269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17285
Key:
katasofi/zomai

Data

{'content': 'κατασοφίζομαι\n fut. -ίσομαι\n Dep. to conquer by sophisms or fallacies, to outwit, Luc.:—also as Pass. to be outwitted, Luc.', 'key': 'katasofi/zomai'}