Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατασκιάζω
κατάσκιος
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατάσκοπος
κατασκώπτω
κατασμικρίζω
κατασμύχω
κατασοφίζομαι
κατασπάζομαι
κατασπαράσσω
κατασπαταλάω
κατασπάω
κατασπείρω
κατάσπεισις
κατασπένδω
View word page
κατασκώπτω
κατασκώπτω fut. -σκώψομαι to make jokes upon, to jeer or mock, Hdt.

ShortDef

to make jokes upon, to jeer

Debugging

Headword:
κατασκώπτω
Headword (normalized):
κατασκώπτω
Headword (normalized/stripped):
κατασκωπτω
IDX:
17266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17282
Key:
kataskw/ptw

Data

{'content': 'κατασκώπτω\n fut. -σκώψομαι\n to make jokes upon, to jeer or mock, Hdt.', 'key': 'kataskw/ptw'}