Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατασκέω
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατασκιάζω
κατάσκιος
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατάσκοπος
κατασκώπτω
κατασμικρίζω
κατασμύχω
κατασοφίζομαι
κατασπάζομαι
κατασπαράσσω
κατασπαταλάω
κατασπάω
κατασπείρω
κατάσπεισις
View word page
κατάσκοπος
κατάσκοπος κατά-σκοπος, ὁ, one who keeps a look out, a scout, spy, Hdt., Eur.:—in Thuc., a person sent to examine and report, an inspector.

ShortDef

one who keeps a look out, a scout, spy

Debugging

Headword:
κατάσκοπος
Headword (normalized):
κατάσκοπος
Headword (normalized/stripped):
κατασκοπος
IDX:
17265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17281
Key:
kata/skopos

Data

{'content': 'κατάσκοπος\n κατά-σκοπος, ὁ,\n one who keeps a look out, a scout, spy, Hdt., Eur.:—in Thuc., a person sent to examine and report, an inspector.', 'key': 'kata/skopos'}