Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατασκευή
κατασκέω
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατασκιάζω
κατάσκιος
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατάσκοπος
κατασκώπτω
κατασμικρίζω
κατασμύχω
κατασοφίζομαι
κατασπάζομαι
κατασπαράσσω
κατασπαταλάω
κατασπάω
κατασπείρω
View word page
κατασκοπή
κατασκοπή from κατασκοπέω κατασκοπή, ἡ, a viewing closely, spying, Soph., Eur.; ἐπὶ κατασκοπῇ, κατασκοπῆς ἕνεκα Xen.

ShortDef

a viewing closely, spying

Debugging

Headword:
κατασκοπή
Headword (normalized):
κατασκοπή
Headword (normalized/stripped):
κατασκοπη
IDX:
17264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17280
Key:
kataskoph/

Data

{'content': 'κατασκοπή\n from κατασκοπέω\n κατασκοπή, ἡ,\n a viewing closely, spying, Soph., Eur.; ἐπὶ κατασκοπῇ, κατασκοπῆς ἕνεκα Xen.', 'key': 'kataskoph/'}