κατασκοπή
κατασκοπή
from κατασκοπέω
κατασκοπή, ἡ,
a viewing closely, spying, Soph., Eur.; ἐπὶ κατασκοπῇ, κατασκοπῆς ἕνεκα Xen.
{ "content": "κατασκοπή\n from κατασκοπέω\n κατασκοπή, ἡ,\n a viewing closely, spying, Soph., Eur.; ἐπὶ κατασκοπῇ, κατασκοπῆς ἕνεκα Xen.", "key": "kataskoph/" }