Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμείνων
ἀμείρω
ἄμειψις
ἀμέλγω
ἀμέλεια
ἀμέλει
ἀμελετησία
ἀμελέτητος
ἀμελέω
ἀμελής
ἀμελητέος
ἀμέλητος
ἀμέλλητος
ἄμεμπτος
ἀμεμφία
ἀμενηνός
ἀμενηνόω
ἀμέργω
ἀμέρδω
ἀμερής
ἀμέριμνος
View word page
ἀμελητέος
ἀμελητέος verb. adj. of ἀμελέω, one must neglect, τινός Isocr. ἀμελητέος, α, ον, to be neglected, Luc.
ShortDef
one must neglect
Debugging
Headword:
ἀμελητέος
Headword (normalized):
ἀμελητέος
Headword (normalized/stripped):
αμελητεος
IDX:
1728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1728
Key:
a)melhte/os
Data
{'content': 'ἀμελητέος\n verb. adj. of ἀμελέω,\n one must neglect, τινός Isocr.\n ἀμελητέος, α, ον, to be neglected, Luc.', 'key': 'a)melhte/os'}