Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευή
κατασκέω
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατασκιάζω
κατάσκιος
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατάσκοπος
κατασκώπτω
κατασμικρίζω
κατασμύχω
κατασοφίζομαι
κατασπάζομαι
κατασπαράσσω
κατασπαταλάω
View word page
κατάσκιος
κατάσκιος κατά-σκιος, ον σκιά shaded or covered with something, Hes., Hdt., Aesch. trans. overshadowing, Aesch., Eur., Ar.
ShortDef
shaded
Debugging
Headword:
κατάσκιος
Headword (normalized):
κατάσκιος
Headword (normalized/stripped):
κατασκιος
IDX:
17262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17278
Key:
kata/skios
Data
{'content': 'κατάσκιος\n κατά-σκιος, ον\n σκιά\n shaded or covered with something, Hes., Hdt., Aesch.\n trans. overshadowing, Aesch., Eur., Ar.', 'key': 'kata/skios'}