Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατασκευάζω
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευή
κατασκέω
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατασκιάζω
κατάσκιος
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατάσκοπος
κατασκώπτω
κατασμικρίζω
κατασμύχω
κατασοφίζομαι
κατασπάζομαι
View word page
κατασκήπτω
κατασκήπτω fut. ψω to rush down or fall upon, c. dat., of lightning and storms, Hdt.; of divine wrath, Hdt.; of the plague, Thuc.:—rarely, κατασκῆψαί τινα to fall on one, Eur. κ. λιταῖς to storm or importune with prayers, Soph.

ShortDef

to rush down

Debugging

Headword:
κατασκήπτω
Headword (normalized):
κατασκήπτω
Headword (normalized/stripped):
κατασκηπτω
IDX:
17260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17276
Key:
kataskh/ptw

Data

{'content': 'κατασκήπτω\n fut. ψω\n to rush down or fall upon, c. dat., of lightning and storms, Hdt.; of divine wrath, Hdt.; of the plague, Thuc.:—rarely, κατασκῆψαί τινα to fall on one, Eur.\n κ. λιταῖς to storm or importune with prayers, Soph.', 'key': 'kataskh/ptw'}