Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατασκέλλομαι
κατασκευάζω
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευή
κατασκέω
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατασκιάζω
κατάσκιος
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατάσκοπος
κατασκώπτω
κατασμικρίζω
κατασμύχω
κατασοφίζομαι
View word page
κατασκήνωσις
κατασκήνωσις κατασκήνωσις, εως from κατασκηνόω an encamping:—of birds, a resting-place, nest, NTest.

ShortDef

an encamping

Debugging

Headword:
κατασκήνωσις
Headword (normalized):
κατασκήνωσις
Headword (normalized/stripped):
κατασκηνωσις
IDX:
17259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17275
Key:
kataskh/nwsis

Data

{'content': 'κατασκήνωσις\n κατασκήνωσις, εως\n from κατασκηνόω\n an encamping:—of birds, a resting-place, nest, NTest.', 'key': 'kataskh/nwsis'}