Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατασκαφής
κατασκεδάννυμι
κατασκέλλομαι
κατασκευάζω
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευή
κατασκέω
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατασκιάζω
κατάσκιος
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατάσκοπος
κατασκώπτω
κατασμικρίζω
View word page
κατασκηνόω
κατασκηνόω fut. ώσω to pitch oneʼs camp or tent, take up oneʼs quarters, encamp, Xen.; generally, to rest, lodge, settle,
ShortDef
to pitch one's camp
Debugging
Headword:
κατασκηνόω
Headword (normalized):
κατασκηνόω
Headword (normalized/stripped):
κατασκηνοω
IDX:
17257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17273
Key:
kataskhno/w
Data
{'content': 'κατασκηνόω\n fut. ώσω\n to pitch oneʼs camp or tent, take up oneʼs quarters, encamp, Xen.; generally, to rest, lodge, settle,', 'key': 'kataskhno/w'}