Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατασκάπτω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννυμι
κατασκέλλομαι
κατασκευάζω
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευή
κατασκέω
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατασκιάζω
κατάσκιος
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατάσκοπος
View word page
κατασκέω
κατασκέω fut. ήσω to practise much: part. perf. pass. κατησκημένος, regular, ascetic, Plut.
ShortDef
to practise much
Debugging
Headword:
κατασκέω
Headword (normalized):
κατασκέω
Headword (normalized/stripped):
κατασκεω
IDX:
17255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17271
Key:
kataske/w
Data
{'content': 'κατασκέω\n fut. ήσω\n to practise much: part. perf. pass. κατησκημένος, regular, ascetic, Plut.', 'key': 'kataske/w'}