Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμείλιχος
ἀμείνων
ἀμείρω
ἄμειψις
ἀμέλγω
ἀμέλεια
ἀμέλει
ἀμελετησία
ἀμελέτητος
ἀμελέω
ἀμελής
ἀμελητέος
ἀμέλητος
ἀμέλλητος
ἄμεμπτος
ἀμεμφία
ἀμενηνός
ἀμενηνόω
ἀμέργω
ἀμέρδω
ἀμερής
View word page
ἀμελής
ἀμελής a_privat, μέλει careless, heedless, negligent, Ar., Xen., etc.:—adv. ἀμελῶς, carelessly, Thuc.; comp. ἀμελέστερον, Thuc. c. gen. careless of a thing, Plat., etc.; περί τινα Isocr.:—adv., ἀμελῶς ἔχειν to be careless, πρός τι πρός τι Xen. pass. uncared for, unheeded, Xen.

ShortDef

careless, heedless, negligent
unmelodious

Debugging

Headword:
ἀμελής
Headword (normalized):
ἀμελής
Headword (normalized/stripped):
αμελης
IDX:
1727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1727
Key:
a)melh/s1

Data

{'content': 'ἀμελής\n a_privat, μέλει\n careless, heedless, negligent, Ar., Xen., etc.:—adv. ἀμελῶς, carelessly, Thuc.; comp. ἀμελέστερον, Thuc.\n c. gen. careless of a thing, Plat., etc.; περί τινα Isocr.:—adv., ἀμελῶς ἔχειν to be careless, πρός τι πρός τι Xen.\n pass. uncared for, unheeded, Xen.', 'key': 'a)melh/s1'}