Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατασιγάω
κατασικελίζω
κατασιτέομαι
κατασιωπάω
κατασκάπτω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννυμι
κατασκέλλομαι
κατασκευάζω
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευή
κατασκέω
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατασκιάζω
View word page
κατασκεύασμα
κατασκεύασμα from κατασκευάζω κατασκεύασμα, ατος, τό, that which is prepared or made, a building, structure, edifice, Dem. an arrangement, contrivance, device, Dem.

ShortDef

that which is prepared

Debugging

Headword:
κατασκεύασμα
Headword (normalized):
κατασκεύασμα
Headword (normalized/stripped):
κατασκευασμα
IDX:
17251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17267
Key:
kataskeu/asma

Data

{'content': 'κατασκεύασμα\n from κατασκευάζω\n κατασκεύασμα, ατος, τό,\n that which is prepared or made, a building, structure, edifice, Dem.\n an arrangement, contrivance, device, Dem.', 'key': 'kataskeu/asma'}