Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατασθενέω
κατασθμαίνω
κατασιγάω
κατασικελίζω
κατασιτέομαι
κατασιωπάω
κατασκάπτω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννυμι
κατασκέλλομαι
κατασκευάζω
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευή
κατασκέω
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
View word page
κατασκέλλομαι
κατασκέλλομαι perf. act. κατέσκληκα plup. κατεσκλήκει Pass. to become a skeleton, wither or pine away, Aesch.:—so in perf. act. κατέσκληκα and plup. κατεσκλήκει, Babr.

ShortDef

to become a skeleton, wither

Debugging

Headword:
κατασκέλλομαι
Headword (normalized):
κατασκέλλομαι
Headword (normalized/stripped):
κατασκελλομαι
IDX:
17249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17265
Key:
kataske/llomai

Data

{'content': 'κατασκέλλομαι\n perf. act. κατέσκληκα \n plup. κατεσκλήκει\n Pass. to become a skeleton, wither or pine away, Aesch.:—so in perf. act. κατέσκληκα and plup. κατεσκλήκει, Babr.', 'key': 'kataske/llomai'}