Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατασείω
κατασεύομαι
κατασημαίνομαι
κατασήπω
κατασθενέω
κατασθμαίνω
κατασιγάω
κατασικελίζω
κατασιτέομαι
κατασιωπάω
κατασκάπτω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννυμι
κατασκέλλομαι
κατασκευάζω
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευή
κατασκέω
View word page
κατασκάπτω
κατασκάπτω fut. ψω to dig down, destroy utterly, rase to the ground, overthrow, Hdt., Soph., etc.:— Pass., οἰκία οἱ κατεσκάφη (aor2) Hdt.
ShortDef
to dig down, destroy utterly, rase to the ground, overthrow
Debugging
Headword:
κατασκάπτω
Headword (normalized):
κατασκάπτω
Headword (normalized/stripped):
κατασκαπτω
IDX:
17245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17261
Key:
kataska/ptw
Data
{'content': 'κατασκάπτω\n fut. ψω\n to dig down, destroy utterly, rase to the ground, overthrow, Hdt., Soph., etc.:— Pass., οἰκία οἱ κατεσκάφη (aor2) Hdt.', 'key': 'kataska/ptw'}